- συμφιλιωτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη συμφιλίωση: Δεν εγκατέλειψε τις συμφιλιωτικές του προσπάθειες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμφιλιωτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συντελεί στη συμφιλίωση («οι συμφιλιωτικές προσπάθειες απέδωσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφιλιωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
αρχισυναγωγός — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… … Dictionary of Greek
διαλλακτικός — ή, ό (AM διαλλακτικός, ή, όν) [διαλλάσσω] συμφιλιωτικός, συμβιβαστικός … Dictionary of Greek
φιλιωτικός — ή, όν, Α [φιλιῶ] αυτός που συντελεί στη συμφιλίωση, συμφιλιωτικός … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
διαλλακτικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που αποφεύγει τις συγκρούσεις και τις διαφωνίες, συμβιβαστικός, συμφιλιωτικός: Μ’ αρέσει να συζητώ τα προβλήματά μου μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος διαλλακτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ειρηνευτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνευση: Ειρηνευτικές διαθέσεις. 2. που συντελεί στην ειρήνευση, συμφιλιωτικός: Ειρηνευτική ενέργεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ειρηνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που υπάρχει ή συμβαίνει σε καιρό ειρήνης: Έργα ειρηνικά. 2. που συντελεί στην ειρήνη, ειρηνευτικός, συμφιλιωτικός: Ειρηνικές προσπάθειες του ΟΗΕ. 3. που αγαπάει την ειρήνη, φιλειρηνικός, φιλήσυχος: Ειρηνικός λαός. – Ειρηνικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδιαλλακτικός — ή, ό συμφιλιωτικός: Έπαιξε ρόλο συνδιαλλακτικό ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)